-
1 сегодняшний
-яя, -ее, επ. σημερινός•сегодняшний день η σημερινή μέρα, η σήμερον•
-яя газета σημερινή εφημερίδα•
- ее происшествие σημερινό γεγονός (ή συμβάν).
εκφρ.жить -им днм – α) ζω την πραγματικότητα, την καθημερινή ζωή. β) σκέφτομαι μόνο για το σήμερα.